πολύζυγος

πολύζυγος
πολύ - ζυγος (ζυγόν): with many rowers' benches, Il. 2.293†.

A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πολύζυγος — many benched masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολύζυγος — η, ο / πολύζυγος, ον, ΝΑ νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το πολύζυγο (γυμναστ.) όργανο τής ενόργανης γυμναστικής αποτελούμενο από δύο κατακόρυφες παραστάδες ύψους τριών μέτρων που συνδέονται μεταξύ τους με είκοσι οριζόντιους ζυγούς, το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • πολύζυγον — πολύζυγος many benched masc/fem acc sg πολύζυγος many benched neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυζύγοις — πολύζυγος many benched masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυζύγῳ — πολύζυγος many benched masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζυγός — Συσκευή με την οποία μπορούμε να κρίνουμε την ισορροπία μεταξύ μιας γνωστής δύναμης και μιας άγνωστης για να οδηγηθούμε έτσι από τη γνώση του μεγέθους της μίας στον προσδιορισμό του μεγέθους της άλλης. Με την πιο κοινή έννοια, στον όρο ζ.… …   Dictionary of Greek

  • πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… …   Dictionary of Greek

  • πολυκάθεδρος — ὁ, Α ο πολύζυγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + καθέδρα «κάθισμα» (πρβλ. ορθο κάθεδρος)] …   Dictionary of Greek

  • ԲԱԶՄԱԽԱՂԱՂ — ( ) NBH 1 405 Chronological Sequence: Early classical ա. որ եւ ԲԱԶՄԱԽԱՌՆ. Բազմօք ընդ միմեանս խաղաղեալ կամ խաղացեալ, այսինքն աղխաղխեալ, խառնեալ, զօդեալ. իբր յն. πολύζυγος եւ այլն. եւ կամ Հալեալ ʼի միասին եւ ձուլեալ. խառնակ ʼի զանազան իրաց. *Որք… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • πολυζύγωι — πολυζύγῳ , πολύζυγος many benched masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”